Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αντρόγενο — το βλ. ανδρόγυνο … Dictionary of Greek
ανδρόγυνο — και αντρόγυνο και αντρόγενο, το (Μ ἀνδρόγυνον) ζεύγος νόμιμων συζύγων μσν. άνδρας και γυναίκα που συζούν … Dictionary of Greek